A note by the publisher
Λίγο πριν κλείσει η ύλη του τεύχους Μαρτίου, μας προέκυψε η συνέντευξη τύπου της τρόικας και η έντονη αναστάτωση που προκλήθηκε από αυτήν. Πολλοί εμφανίζονται ενοχλημένοι από τις παραινέσεις, συστάσεις, προτάσεις, υποδείξεις ή όπως αλλιώς θέλετε να τις πούμε, για μείωση του χρέους με πώληση, αξιοποίηση, επένδυση, σύμπραξη δημοσίου-ιδιωτικού τομέα, ή όπως αλλιώς θέλετε να το πούμε, δημόσιας περιουσίας με στόχο έσοδα 50 δις σε μια πενταετία, 15 από τα οποία μέχρι το τέλος του 2012.
Απόρροια όλης αυτής της αναστάτωσης και του λαϊκισμού, που επέδειξαν σχεδόν όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ήταν η ανακοίνωση του Πρωθυπουργού ότι «Η Ελλάδα δεν πουλάει τη γη της», προαναγγέλλοντας μάλιστα νομοθετική και συνταγματική δέσμευση. Λόγος πολιτικός, όπου τελικά, σημασία δεν έχει το τι λέει κάποιος αλλά το τι αντιλαμβάνεται το πλήθος.
Μακάρι να υπήρχε η ίδια ευαισθησία και «συναίνεση» και για την αντιμετώπιση των αιτιών που έφεραν τη χώρα μας στη δεινή οικονομική κατάσταση που βρίσκεται σήμερα και όχι μόνο για λόγους ψηφοθηρίας και εντυπωσιασμού.
Δυστυχώς, όπως έγραψε ο Αλέξης Παπαχελάς στην Καθημερινή, αυτά παθαίνει μια Κυβέρνηση που ντρέπεται να στηρίξει και να εξηγήσει τις αποφάσεις της και εμφανίζεται ως άβουλο όργανο της τρόικας. Το κακό είναι ότι με τις κινήσεις πανικού, στις οποίες προβαίνει, δε διορθώνει τα πράγματα, αλλά αποσταθεροποιείται η ίδια ακόμη περισσότερο.
Η ουσία, η οποία δεν αμφισβητείται από κανέναν, είναι ότι για να μπορέσει η χώρα μας να μπει σε πορεία εξόδου από την κρίση και να επιστρέψει στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, χωρίς να εξαρτάται από οποιαδήποτε τρόικα, πρέπει να δημιουργήσει πρωτογενές πλεόνασμα, ικανό να καλύπτει τους τόκους πάνω στο δημόσιο χρέος.
Πώς, όμως, θα δημιουργηθεί πλεόνασμα όταν το μέγεθος του δημοσίου τομέα μπορεί να συντηρηθεί μόνο με δανεικά;
Όταν καθυστερεί η συρρίκνωσή του και συνεχίζουν να συντηρούνται εξωπραγματικοί μισθοί συνδικαλιστών και άλλων, συντεχνίες και κλειστά επαγγέλματα;
Πώς, εμείς οι επιχειρηματίες, οι πολίτες, θα συμβάλουμε προς αυτήν την κατεύθυνση όταν κάθε ίχνος εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα και γενικά το κράτος εξανεμίζεται;
Πώς ο ιδιωτικός τομέας θα μπορέσει να συμβάλει σε μια αναπτυξιακή πορεία όταν υπάρχει τόσο υψηλή φορολογία;
Όταν δεν υπάρχει σταθερό φορολογικό περιβάλλον; Όταν το «τέρας» του δημοσίου τομέα, ως παράσιτο, ζει από αυτόν;
Η δημόσια περιουσία, βάσει δημοσιευμάτων, εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 300 δις ευρώ. Καταγεγραμμένο θεωρείται το 15%. Η εμπειρία λέει πως το κράτος, όχι μόνο δεν είναι ικανό να αξιοποιήσει αυτήν την περιουσία, αλλά την αφήνει να ρημάζει και στο τέλος φτάνει μέχρι και να τη χάσει. Αναφέρομαι κατ’ αρχάς στα Ολυμπιακά ακίνητα, εκτάσεις και εγκαταστάσεις σε «στρατηγικά» σημεία της χώρας, τα οποία έχουν εγκαταλειφθεί. Αναφέρομαι, επίσης, στην περιουσία του ΕΟΤ, περισσότερα από 70.000 στρέμματα, η οποία από το 2000 έχει περιέλθει στην ΕΤΑ. Σκοπός και ρόλος της ΕΤΑ είναι να διαχειρίζεται και να αξιοποιεί αυτή τη δημόσια ακίνητη περιουσία. Δυστυχώς, από το 2000 έως και σήμερα, το έργο της ΕΤΑ είναι σχεδόν ανύπαρκτο. Μάλιστα, εκτάσεις που απαλλοτριώθηκαν παλιότερα (με χρήματα των φορολογούμενων βεβαίως) για να γίνουν τουριστικές επενδύσεις, επιστρέφουν, μετά από προσφυγές στο ΣτΕ, στους παλιούς ιδιοκτήτες, διότι οι επενδύσεις αυτές δεν έγιναν ποτέ. Αναφέρομαι, τέλος, σε περιπτώσεις όπως αυτή της έκτασης στην περιοχή Αφάντου της Ρόδου, την οποία ο ΕΟΤ προσπάθησε να εκμεταλλευτεί χωρίς επιτυχία και όπου σήμερα υπάρχουν κάποια κτίρια στα μπετά, τα οποία χρόνο με το χρόνο σαπίζουν. Δε θα μπορούσε το κράτος να πουλήσει, να παραχωρήσει, να μισθώσει την έκταση αυτή, με την προϋπόθεση ότι η επένδυση θα ολοκληρωθεί;
Πριν κλείσω, θα ήθελα να φέρω το παράδειγμα του καπετάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλου, ο οποίος έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, και ο οποίος με όραμα και αγάπη για τον τόπο του, ξεπερνώντας όλα τα γραφειοκρατικά και άλλα εμπόδια που του έθετε το ίδιο το ελληνικό Κράτος, κατάφερε να αναδείξει τις περιοχές της Πύλου και των Γαργαλιάνων σε παγκόσμιο προορισμό ποιότητας. Μήπως θεωρεί κάποιος ότι η επένδυσή του αυτή θα αποσβεσθεί;
Ας σοβαρευτούμε επιτέλους.