Η βούληση του νομοθέτη.
Η καλή νομοθέτηση, όπως αυτή θα έπρεπε να νοείται και να ασκείται, διέπεται από κάποιες βασικές αρχές και διαδικασίες οι οποίες περιγράφονται στον πρόσφατο μάλιστα ν. 4048/2012. Ανάμεσά τους διακρίνουμε την αναγκαιότητα του περιεχομένου του νόμου να διατυπώνεται με σαφή και απλό τρόπο καθώς και ότι ο νόμος πρέπει να είναι αποτελεσματικός και να εγγυάται τη διαφάνεια. Επίσης ξεκάθαρα περιγράφεται ότι «σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής, κατά την οποία αντικαθίστανται, τροποποιούνται, προστίθενται ή παρεμβάλλονται άρθρα, παράγραφοι, λέξεις ή καταργούνται ισχύουσες διατάξεις, αναφέρεται ολόκληρο το άρθρο ή κεφάλαιο, όπως διαμορφώνεται τελικά».
Είναι κατανοητό ότι το θεσμικό πλαίσιο για την καλή νομοθέτηση υπάρχει. Έχει ενδιαφέρον να αναρωτηθεί κάποιος γιατί, εφόσον υπάρχει το «εγχειρίδιο», ο νομοθέτης αδυνατεί να το εφαρμόσει;
Αναφέρομαι φυσικά στο χάος του νομοθετικού πλαισίου για τον κλάδο του τουρισμού.
Αναζητώντας τελευταία το νομικό πλαίσιο που ισχύει για τη διαδικασία χορήγησης ειδικού σήματος λειτουργίας τουριστικού καταλύματος, το πρώτο στοιχείο που με μεγάλη ευκολία βρήκα ήταν η ΙΑΔΠ/Φ.Α.2.1./1622/20.1.2011 περί «Απλούστευσης της διαδικασίας χορήγησης Ειδικού Σήματος Λειτουργίας σε Τουριστικά καταλύματα – ένταξη της διαδικασίας στα Ενιαία Κέντρα Εξυπηρέτησης (ΕΚ.Ε.)», εποχής Γερουλάνου. Ψάχνοντας βαθύτερα, διαπίστωσα ότι η απόφαση αυτή καταργήθηκε με το αρ. 167 του ν. 4070/2012, ο οποίος νόμος αφορά «Ρυθμίσεις Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών, Μεταφορών, Δημοσίων Έργων και άλλες διατάξεις» και αριθμεί 136 σελίδες. Η ακύρωση αυτή, κατά την περίοδο αναζήτησής μου, δεν ήταν γνωστή ούτε καν στους αρμοδίους του Υπουργείου, όπου απευθύνθηκα.
Άλλο παράδειγμα έλλειψης σεβασμού στις διατάξεις που θεσπίστηκαν με τον ν. 4048/2012 είναι το νέο νομοσχέδιο «Απλούστευση διαδικασιών για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας στον τουρισμό, αναδιάρθρωση του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού και λοιπές διατάξεις», το οποίο ψηφίστηκε στις αρχές του Αυγούστου. Το εν λόγω νομοσχέδιο είχε βγει σε διαβούλευση στις αρχές του έτους, οπότε κλήθηκαν οι φορείς του τουρισμού να θέσουν τις παρατηρήσεις τους. Κατά τη διαβούλευση, είχα θέσει και τότε την ανάγκη κωδικοποίησης της νομοθεσίας, έτσι ώστε κάθε μέλος διοικητικού συμβουλίου ενώσεως / συνδέσμου / φορέα το οποίο καλείται να σχολιάσει—χωρίς οπωσδήποτε να διαθέτει επαρκείς νομικές γνώσεις, αλλά κοινή λογική και το οποίο σέβεται τον εαυτό του—να μπορεί να το πράξει.
Αντ’ αυτού, το νέο νομοθέτημα είναι ένα απτό δείγμα προχειρότητας και ασάφειας όπου καλούμαστε να ερμηνεύσουμε τη βούληση του νομοθέτη μέσα από τη μνημόνευση και τροποποίηση άρθρων που αναφέρονται σε 49 διαφορετικούς νόμους, σε 6 υπουργικές αποφάσεις και 9 προεδρικά διατάγματα τα οποία χρονολογούνται από το 1976 έως και σήμερα. Άλλη μια χαμένη ευκαιρία απλοποίησης και κωδικοποίησης του νομοθετικού πλαισίου για τον κλάδο.
Αδιαμφισβήτητα, το έργο του νομοθέτη είναι δύσκολο. Απαιτείται βαθιά γνώση στη θέσπιση κανόνων δικαίου που θα αντέξουν στο χρόνο, θα έχουν εφαρμογή, θα είναι κατανοητοί από την πλειοψηφία του λαού και όχι μόνο από τους επαγγελματίες του είδους και δε θα αλληλοαναιρούνται. Δυστυχώς η πραγματικότητα στη χώρα μας, την οποία αντιμετωπίζουμε σε καθημερινή βάση, είναι ένα νομοθετικό πλαίσιο πολύπλοκο, ασαφές, γεμάτο προχειρότητα και σε κάποιες περιπτώσεις με «φωτογραφικές» διατάξεις.
Το ερώτημα που γεννάται είναι κατά πόσο ευθύνεται η έλλειψη κατάλληλου ανθρώπινου δυναμικού ή αν, ακόμη και σε αυτή την κατάσταση που βρίσκεται η χώρα μας, οι βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες συνεχίζουν να εμποδίζουν τον απαιτούμενο εξορθολογισμό του συστήματος που τόση ανάγκη έχει ο κλάδος και γενικότερα ο τόπος.